- ἀδικομαχία
- ἀδῐκο-μᾰχία, ἡ,A unfair fighting, Arist.SE171b23, cf. Ascl.in Metaph.243.9.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀδικομαχία — ἀδικομαχίᾱ , ἀδικομαχία unfair fighting fem nom/voc/acc dual ἀδικομαχίᾱ , ἀδικομαχία unfair fighting fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδικομαχία — ἀδικομαχία, η (Α) [αδικόμαχος] άδικος, ανέντιμος τρόπος μάχης· … Dictionary of Greek
άδικος — η, ο (Α ἄδικος, ον) 1. (για πρόσωπα) αυτός που παραβαίνει το δίκαιο, που διαπράττει αδικίες 2. (για πράγματα) αυτός που συντελείται παρά το δίκαιο 3. το ουδ. ως ουσ. το άδικο(ν) αδικία, αδίκημα 4. επίρρ. άδικα και (νεοελλ. αρχ.) αδίκως χωρίς… … Dictionary of Greek
αδικόμαχος — ἀδικόμαχος, ον (Α) (για άλογα) ατίθασος, ανυπότακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + μάχη. ΠΑΡ. ἀδικομαχῶ αρχ. ἀδικομαχία] … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek